- παλιντράπελος
- πᾰλιντρᾰπελος1 causing a change
Μοῖρ' πῆμ ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ O. 2.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Μοῖρ' πῆμ ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ O. 2.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παλιντράπελος — παλιντράπελος, ον (Α) αντίθετος, ενάντιος. επίρρ... παλιντραπέλως (Α) με παλινωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αοριστικό θ. τραπ τού ρ. τρέπω + επίθημα λο (βλ. λ. ευ τράπελος)] … Dictionary of Greek
παλιντράπελος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιντραπέλως — παλιντράπελος adverbial παλιντράπελος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιντράπελον — παλιντράπελος masc/fem acc sg παλιντράπελος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλιντραπελία — παλιντραπελία, ἡ (Α) [παλιντράπελος] η παλιντροπία … Dictionary of Greek